Στην περιοχή όπου εκτείνεται ο σημερινός δήμος της Νάουσας, στον πυρήνα του αρχαίου μακεδονικού βασιλείου, άκμασε κατά την αρχαιότητα η πόλη της Μίεζας. Το όνομά της το πήρε σύμφωνα με τον αιτιολογικό μύθο από την ομώνυμη κόρη του τοπικού βασιλιά Βέρητα, ενός από τους γιους του μυθικού Μακεδόνα. Η Μίεζα ήταν αδελφή της Βέροιας και του Ολγάνου, ο οποίος μεταμορφώθηκε στο ποτάμι που κυλάει μέσα από την Νάουσα και ονομάζεται σήμερα Αράπιτσα. Η πανέμορφη μαρμάρινη προτομή του κοσμεί το αρχαιολογικό μουσείο της Βέροιας.
Αν και έχουν εντοπιστεί και θέσεις που χρονολογούνται ήδη στην Νεολιθική εποχή, οι σημαντικότεροι προϊστορικοί οικισμοί της περιοχής αναπτύχθηκαν κατά την δεύτερη χιλιετία π.Χ, κυρίως στα πεδινά τμήματα του σημερινού δήμου. Τότε χρονολογείται ο οικισμός στην Τούμπα του Αγγελοχωρίου που έδωσε ευρήματα συνδεδεμένα με έναν ιδιαίτερα ακμαίο πολιτισμό. Οι Μακεδόνες πίστευαν ότι πριν από αυτούς στην ίδια περιοχή ζούσαν οι Φρύγες και ότι εδώ βρίσκονταν οι κήποι του Φρύγα βασιλιά Μίδα με τα περίφημα κι ευωδιαστά εξηντάφυλλα ρόδα. Η μακεδονική πόλη της Μίεζας όμως ιδρύθηκε αρκετά αργότερα, μάλλον κατά τον 7ο αι. π.Χ. Η πόλη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια (4ος-3ος αι. π.Χ.). Την περίοδο αυτή και κυρίως αμέσως μετά την μεγάλη εκστρατεία που έφερε τους Μακεδόνες στα πέρατα του κόσμου η Μίεζα φθάνει στην μέγιστη ακμή της. Ο σημαντικότερος κάτοικός της που γνωρίζουμε από την ιστορία υπήρξε ο Πευκέστας. Ήταν από τους στενούς συνεργάτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πιθανώς ήταν και συνομήλικος του Μακεδόνα βασιλιά. Ίσως μάλιστα είχε διατελέσει κι αυτός μαθητής του Αριστοτέλους στο Νυμφαίον της Μίεζας.