Εξοχότατε κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας
Εξοχότατε κύριε Πρόεδρε της Κυπριακής Δημοκρατίας
Σεβασμιώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες
Κύριε Υπουργέ
Επίσημοι Προσκεκλημένοι
Κυρίες και κύριοι
«Όμορφη πλούσια κι άπαρτη και σεβαστή κι αγία».
Μ’ έναν σαν αυτόν τον ωραίο στίχο του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού, με τους οποίους ο Ρώσος Φιλέλληνας Ιωάννης Πετρόφ προλογίζει το κείμενο που συνέταξε για το Ολοκαύτωμα της Νάουσας.
Γράφει λοιπόν «…..άφταστες σελίδες ηρωισμού έγραψε η Μακεδονία με κέντρο τη Νάουσα. Η ιστορία, η επανάσταση και το ένδοξο Ολοκαύτωμα της ωραίας και υπερήφανης αυτής Μακεδονικής πόλης, παρουσιάζεται σαν περίληψη όλης της Ελληνικής ιστορίας στα ηρωϊκότερά της φανερώματα και αποτελεί ύλη τραγωδίας και έπους»
Κυρίες και κύριοι
Είναι δύσκολο το έργο του ανθρώπου που εκφωνεί πανηγυρικό. Ο έπαινός του πρέπει να προκαλεί και συγκίνηση, αλλά και συλλογισμό και σκέψη.
Γιατί, όπως έλεγε ο Βελεστινλής, «όποιος συλλογάται λεύτερα, συλλογάται καλά».
Θα προσπαθήσω λοιπόν να προκαλέσω το συλλογισμό όλων, επαναφέροντας στη μνήμη γεγονότα και πράξεις ανείπωτου ηρωισμού και αυτοθυσίας, πιστός στην Αριστοτέλεια σκέψη, ότι «ο σκοπός της ιστορίας, είναι η άντληση εμπειρίας από τα γεγονότα του παρελθόντος, με απώτερο σκοπό την αυτογνωσία του ανθρώπου και την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη ζωή». Άλλωστε η ιστορία ενός έθνους αποτελεί κληρονομιά για τους νεότερους. Και αυτό επιβάλλει το κάλεσμα του Γένους. Να είναι κάθε γενιά καλύτερη από την προηγούμενη.
Η άμυνα του Πολιτισμού ενάντια στη βαρβαρότητα, είναι το ανώτατο χαρακτηριστικό της ιστορικής μας δράσης και του εθνικού μας πεπρωμένου.
Το μήνυμα της επανάστασης του 1821, δεν άργησε να περάσει και στη Νάουσα.
Σ’ αυτήν λοιπόν την όμορφη πόλη, στις πλαγιές του Βερμίου, που κτίσθηκε τον 14ο αιώνα, αλλά όπως δείχνει στα Ανατολικά της το νυμφαίον, τα σπήλαια της Σχολής Αριστοτέλους και οι βασιλικοί τάφοι των αρχαίων Μακεδόνων, έμελλε να διαδραματισθεί μια ξεχωριστή πτυχή της ελληνικής ιστορίας.
Πώς είναι δυνατόν, μια τέτοια πόλη, προικισμένη από τη φύση, πλούσια, όμορφη, σχεδόν ημιανεξάρτητη με τόσα προνόμια δοσμένα από τη βαλιντέ Σουλτάνα, να ξεσηκωθεί και να μπει στον αγώνα κατά την Τούρκων, θυσιάζοντας τα πλούτη της, την ευημερίας της, αλλά και τα ίδια της τα παιδιά ;
«Ελεύθερη Μητρόπολη των Χριστιανών, της πέραν του Αξιού Μακεδονίας» την αποκαλεί ο Γάλλος περιηγητής και ιστοριογράφος Πουκεβίλ.
Κι όμως, η αγέρωχη και περήφανη Νάουσα ξεσηκώθηκε σύσσωμα τον Φλεβάρη του 1822. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά, αφού λίγα χρόνια πριν, το 1795, οι ίδιοι οι Ναουσαίοι, είχαν ήδη αποκρούσει τρεις πολιορκίες του Αλή Πασά των Ιωαννίνων ο οποίος έφτασε στο σημείο να πει : « Τα Γιάννενα με γέρασαν, η Νάουσα θα με πεθάνει».
Μυημένοι από νωρίς οι πρόκριτοι της Νάουσας στη Φιλική Εταιρία, αποφάσισαν να σηκώσουν τη σημαία της λευτεριάς.
Με τα λόγια του Μακρυγιάννη «είτε ελευθερία, είτε θάνατος», αλλά και υπό την σκέπη του και πολιούχου οσίου Θεοφάνους, σφράγισαν οι Ναουσαίοι τον Όρκο για τον υπέρ πάντων αγώνα, στις 19-2-1822, Κυριακή της Ορθοδοξίας, στον Άγιο Δημήτριο.
Και ήταν όλοι τους εκεί: Οι αρματωλοί και κλέφτες του Βερμίου και όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Επικεφαλής ήταν ο Πρόκριτος Ζαφειράκης Λογοθέτης –πολιτικός αρχηγός της επανάστασης, ο οπλαρχηγός Γεροκαρατάσος- γενικός στρατιωτικός αρχηγός, ο οπλαρχηγός Αγγελής Γάτσος από την Έδεσσα και τόσοι άλλοι, σ’ έναν υπέρτατο συμβολισμό της κοινής Μακεδονικής Προσπάθειας κατά των Τούρκων.
Ο αγώνας αρχίζει. Εξοντώνουν τον κατή Αμντούλ Βεχάπ και την τούρκικη φρουρά της πόλης, εκλέγουν πολιτικό αρχηγό τον Ζαφειράκη και διορίζουν γενικό στρατιωτικό αρχηγό της επανάστασης τον Γεροκαρατάσο. Η τούρκικη φρουρά τρομοκρατημένη φεύγει, αλλά οι Έλληνες δεν μπαίνουν στην πόλη, επειδή μαθαίνουν ότι καταφτάνει το πολυάριθμο τούρκικο σώμα του Βαλή της Θεσσαλονίκης Εμπού Λομπούτ. Ο Γάτσος πιάνει ένα πυκνό δάσος κοντά στο Αρκουδοχώρι. Ο Γεροκαρατάσος οχυρώνεται στη Μονή της Παναγίας Δοβρά, κι ο Ζαφειράκης με τους υπαρχηγούς του Τσάμη Καρατάσο, Φίλιππο Θεοδοσίου, Γιαννάκη Καρατάσο και Ζώτο, αναλαμβάνουν την άμυνα της πόλης.
16 Μαρτίου 1822. Η Νάουσα αντιστέκεται. Αγανακτισμένος ο Εμπού Λουμπούτ, αναλαμβάνει ο ίδιος την πολιορκία της Νάουσας. Επιτίθεται ανηλεώς, αλλά οι προσπάθειές του δεν καρποφορούν. Βλέποντας ότι η πόλη δεν πέφτει και αναλογιζόμενος τις δικές του απώλειες, προτείνει στον Ζαφειράκη και τους Ναουσαίους να του παραδώσουν τη Νάουσα, τάζοντάς τους αμνηστία και πλούτη.
Οι Ναουσαίοι αρνούνται. «Μπέσα στους Αγαρηνούς δεν δίνουμε. Η θα λευτερωθούμε ή θα πεθάνουμε», είναι η απάντησή τους.
Οι επιθέσεις των Τούρκων γίνονται τώρα ακόμα πιο σκληρές. Το μαντάτο που έφτασε από την Υψηλή Πύλη σταλμένο από το Σουλτάνο, λέει: «Πέτρα στην πέτρα να μη μείνει και ούτε φωνή αλέκτορος να μην ακουστεί».
Και η πολιορκία συνεχίζεται.
Μα η Νάουσα βαστάει. Βαστάνε γερά τα παλληκάρια της.
Ως πότε όμως?
Οι άντρες μέρα με τη μέρα αραιώνουν. Τα πολεμοφόδια σώζονται. Τα καρυοφύλλια αχρηστεύονται, τα τρόφιμα τελειώνουν και ελπίδα για βοήθεια από πουθενά. Κι ο εχτρός πολυάριθμος, ατελείωτος. Έχει φέρει συνάμα και κανόνια.
Οι Τούρκοι κατορθώνουν μετά από πολλές απώλειες, να μπούν στην πόλη. Οι Ναουσαίοι μάχονται μέχρι τέλους. Ο Παπά-Κασομούλης, αφού σώριασε κάτω 15 Τούρκους, πέφτει γενναία. Τα γυναικόπαιδα και οι τραυματίες στον Αγιώργη και στη Μητρόπολη, σφάζονται μαζί με τους παπάδες.
Ο Ζώτος βαριά τραυματισμένος, βάζει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάζεται στον αέρα, μαζί με κάμποσους Τούρκους.
Ο πύργος του Ζαφειράκη, όπου είχαν μαζευτεί πάνω από 500 γυναικόπαιδα και 400 παλικάρια, αντιστέκεται ακόμα.
Στις 21 του Απρίλη 1822, αποφασίζουν ηρωική έξοδο και εξαπατώντας τους Τούρκους, κατορθώνουν να διασώσουν μερικά γυναικόπαιδα και να τα οδηγήσουν στον Άγιο Νικόλα. Οι Τούρκοι μπαίνουν στον πύργο και κατασφάζουν τους εναπομείναντες υπερασπιστές του, παίρνοντας ομήρους τις οικογένειες των οπλαρχηγών και πολλά γυναικόπαιδα. Οι μάχες συνεχίζονται μέρα και νύχτα στους δρόμους, στα καλντερίμια, στις όχθες της Αράπιτσας.
Και να πώς περιγράφει η Θάλεια Σαμαρά τη σκηνή της μεγάλης θυσίας των γυναικών, εδώ στο σκοτεινό κενό αυτού του βάραθρου.
«….Αλαφιασμένες 13 νέες κοπέλες και μανούλες με μωρά στην αγκαλιά, μέσα απ’ τα χαλάσματα και τους καπνούς, τρέχουν προς τις ακρινές συνοικίες της πόλης με μια απεγνωσμένη κραυγή στο στόμα: “ στο βουνό, στο βουνό να σωθούμε”. Βγαίνουν στην εξοχή. Σταματούν. Η ανάσα κόβεται. Τα πόδια τρέμουν. Τα μωρά βαραίνουν στις αγκαλιές, μα η ελπίδα τις δίνει φτερά. Κοντεύουν στο γιοφύρι της Αράπιτσας στους Στουμπάνους, ίσως προλάβουν να σωθούν. Μα από μακριά ακούγεται σάλαγος, οχλαγωγή, ξεκαθαρίζει ποδοβολητό αλόγων, φωνές και ουρλιαχτά.
Οι Τούρκοι ! «Αχ Παναγιά μου» θα τις προλάβουν. Κι ύστερα ξέρουν τι τις περιμένει. Ατίμωση και σκλαβοπάζαρο. Η σκέψη, τις τρελαίνει. Πνίγονται. Ανασασμός μόνον ο θάνατος. Για μια στιγμή χαμένες, τα σταματάνε. Κάτω απ’ τα πόδια τους με βουητό πέφτουν αφρισμένα νερά της Αράπιτσας. Είναι τα νερά τους. Από μικρές ο ήχος αυτός τις νανούριζε, τις συντρόφευε σ’ όλες τις ώρες της ζωής τους. Νερά κατάδικά τους, αγαπημένα. Κι ο θάνατος εδώ, στην αφρισμένη τους δίνη, θάναι γλυκός λυτρωμός.
Κι ο χορός ξεκινά. Η πρώτη κοπέλα πέφτει και ακολουθούν κι άλλη, κι άλλη, σφίγγοντας στον κόρφο τους τα βρέφη και ζητώντας συγχώρεση απ’αυτά. Ο απανωτός γδούπος των κορμιών, δένεται με τη βουή του καταρράχτη. Ο πόνος, ο λυγμός και το παράπονο πνίγεται. Σβήνει στους αφρούς. Μα ψηλά στον αέρα ανεβαίνουν ανάλαφρες οι ψυχές.
Επιτέλους λεύτερες.»
Η σφαγή στην πόλη συνεχίζεται για 5 μέρες. Και η διαταγή του Σουλτάνου εκτελείται. Στο πάρκο της Νάουσας αποκεφαλίζονται 1241 κάτοικοι και εάν δεν γινόταν το θαύμα κάποιος ονόματι Κοκοβίτης να περπατήσει λίγα βήματα χωρίς κεφάλι, οι δήμιοι θα συνέχιζαν το ……. έργο τους.
Όλα τα σπίτια κάηκαν. Ένα κτίριο έμεινε μόνον, η εκκλησία του Προδρόμου χτισμένη το 1715. Γκρεμίστηκαν τα τείχη, χαλάστηκε η γη, οι κάτοικοι εξανδραποδίστηκαν, οι περιουσίες δημεύτηκαν. Πέρασε ο τύραννος και τα ρήμαξε όλα. Έτσι τουλάχιστον νόμισε, όπως νομίζει κάθε άμυαλος και βάρβαρος κατακτητής.
Μια λέξη αποδίδει τον όλεθρο: ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
Πάρθηκε η Νάουσα ? ΟΧΙ.
Η Νιάουστα η περήφανη, η ηρωική, η αγαπημένη, δεν μπορούσε να παρθεί ποτέ. Η Νάουσα δεν πάρθηκε. Ξαναγεννήθηκε γιατί πίστεψε πως επιτυχία δεν είναι τα πλούτη, αλλά η Λευτεριά.
Αναγεννήθηκε από την τέφρα της η Νάουσα γιατί είχε κρυμμένη μέσα της την ανάσα της αιώνιας Ελλάδας.
Η φωνή της, η φωνή που δεν φοβάται θάνατο, ο έρωτας της λευτεριάς και της ζωής, μιλάει στις ψυχές και τις συγκλονίζει. Και το θαύμα γίνεται.
Κοιτάξτε κάτω το μαύρο κενό του βαράθρου.
Οι ηρωίδες Ναουσαίες έγραψαν την πιο χρυσή σελίδα στην ιστορία του τόπου. Έδωσαν το μεγαλύτερο παράδειγμα αυτοθυσίας.
Επέλεξαν το θάνατο απ’ την ατίμωση. Δίδαξαν ότι δεν επέλεξαν μόνο το πώς θα ζήσουν, αλλά και το πώς θα πεθάνουν
Και δε θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, διδαγμένες με τα ίδια ιδανικά που πριν από αιώνες εδώ σ’ αυτά τα χώματα, ο Αριστοτέλης δίδαξε τον Μεγαλέξανδρο το ευ ζήν.
Και να είστε βέβαιοι ότι οι Ναουσαίες δεν πέθαναν. Οι αγέρωχες και περήφανες ηρωίδες, όπως εξαίρετα τη μορφή της μάνας με τα παιδιά της απέδωσε σε τούτο εδώ το μοναδικό μνημείο η κα. Χαλεπά, ανασαίνουν ακόμα. Η ψυχή τους βρίσκεται κάπου εδώ αναμεσά μας. Και δεν είναι μόνες. Στο χορό είναι πιασμένες χέρι -χέρι οι γυναίκες από το Ζάλογγο και το Σούλι, το Μεσολόγγι και τη Θράκη, από τα Επτάνησα και την Κρήτη, από τον Πόντο, αλλά κι απ’ τη μαρτυρική μας Κύπρο.
«Πατρίς να μακαρίζεις όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα να σ’ αναστήσουνε… Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους όπου πρωτοθυσιάστηκαν πολεμώντας στη Νάουσα τόση δύναμη Τούρκων». Τα λόγια αυτά του Μακρυγιάννη, επικαλούμαι ως μνημείο τιμής και αξιοσύνης στους πεσόντες Ναουσαίους αγωνιστές, αφού δεν ευτύχησαν να υμνηθούν από έναν Βίκτωρα Ουγκώ ή έναν Διονύσιο Σολωμό, όπως η Χίος και το Μεσολόγγι.
Η Νάουσα, με τη λαμπρή ιστορία που έγραψε, είναι η μοναδική πόλη της Ελλάδας που έστω μετά από 133 χρόνια, αναγνωρίσθηκε ως ηρωική με Διάταγμα της 17-8-1955.
Αλλά, από τη θέση αυτή θεωρώ μέγιστη υποχρέωσή μου να τονίσω ότι την ιστορία που έγραψαν οι Ναουσαίοι ήρωες πρόγονοί μας, κάποιοι από τους επιγόνους μας, με τους εκάστοτε «φωστήρες», «ειδικούς» κατάφεραν να την διαγράψουν εντελώς από τα βιβλία του Δημοτικού Σχολείου.
Εμείς σήμερα αντιστεκόμαστε σ’ αυτήν την ισοπέδωση και τους δήθεν προοδευτισμούς.
Τιμώντας σήμερα την 187η επέτειο του Ολοκαυτώματος της Ηρωικής Νάουσας, από την ιδιαίτερα τιμητική θέση του Δημάρχου αυτής της Πόλης, με πλήρη επίγνωση της βαριάς ιστορικής κληρονομιάς που φέρουμε εκφράζοντας πιστεύω και τα συναισθήματα όλων των συμπολιτών μου, σας καλώ απ’ αυτόν εδώ τον ιερό χώρο της Θυσίας, να χαιρετίσουμε τον αναστάσιμο χορό των ηρωίδων μας, το χορό που μέσα στα ανάλαφρα λικνίσματά του κρατάει ακμαίο το μυστικό της αιώνιας Ελλάδας. Της Ελλάδας του Ομήρου, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Μεγαλέξανδρου και των άλλων μεγάλων του πνεύματος.
Ας κλείνουμε λοιπόν ευλαβικά το γόνυ σ’ αυτόν το τόπο που έγινε σύμβολο. Σύμβολο αγώνα, δημοκρατίας, ανεξαρτησίας, λευτεριάς και ειρήνης. Γιατί τα σύμβολα δεν χάνονται. Είναι οι παρακαταθήκες που κρατούν ζωντανά τα έθνη και δημιουργούν διδάγματα, αξίες, αρχές και οράματα για το μέλλον, για τις επερχόμενες γενιές που τόση ανάγκη έχουν σήμερα.
Σας ευχαριστώ.