Λόγος πανηγυρικός και επιτάφιος για τη θυσία των γυναικών της Νάουσας
Εξοχότατε κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Είναι μεγάλο το βάρος της ευθύνης που τιμήθηκα να αναλάβω και να εκφωνήσω τον σημερινό πανηγυρικό Επιτάφιο λόγο, μία συνήθεια χιλιετιών. Ταπεινά ζητώντας τη βοήθεια του πλέον γνωστού παγκοσμίως Επιταφίου, με αρωγό τον Θουκυδίδη, υπενθυμίζω την αιτία, την ratio, και τις δυσκολίες της σημερινής μου προσπάθειας:
«η υστεροφημία της γενναιότητας πολλών (δεν θα έπρεπε) να εξαρτάται από την ικανότητα ή μη ενός ομιλητή. Διότι δύσκολο είναι να μιλήσει κανείς με το προσήκον μέτρο για γεγονότα που ακόμη και η αλήθεια δύσκολα γίνεται πιστευτή. .... Επειδή, όμως, οι πρόγονοί μας έκριναν πως έτσι πρέπει, οφείλω και εγώ, ..., να δοκιμάσω να ανταποκριθώ όσο το δυνατόν περισσότερο προς την επιθυμία και τις πεποιθήσεις τού καθενός από εσάς».
Η πρώτη αλήθεια αφορά, κε Δήμαρχε, την λαμπρότητα της Νάουσας εκείνη την εποχή. Και τούτο προκύπτει από τα λάφυρα που σύμφωνα με οθωμανικές πηγές συνέλεξαν οι γενοκτόνοι της πόλης. Επισήμως, από τα λάφυρα της Νάουσας εισέπραξαν 284.000 χρυσά γρόσια και, επιπλέον, 9.000 από την περιουσία Ζαφειράκη, 7.700 από τις περιουσίες Μαλάμου και Γάτσου, 24.500 από χρυσά και αργυρά σκεύη των μονών και 18.800 από τα χωριά Χουροπάνι και Αρκουδοχώρι.
Η δεύτερη αλήθεια αφορά την αγάπη για την ελευθερία, το θάρρος των αγωνιστών και την αυτοθυσία τους. Η επανάσταση στη Νάουσα ξεκινά μετά την καταστροφή της Χαλκιδικής, υπό δύσκολες στρατιωτικά συνθήκες. Κηρύχθηκε στις 3 Μαρτίου 1822, Κυριακή της Ορθοδοξίας, στο ναό του Αγίου Δημητρίου, ιερουργούντος του Πρωτοσύγκελου Ζαχαρία. Πολιτικός ηγέτης ήταν ο Ζαφειράκης και στρατιωτικός ο Γέρο Καρατάσιος.
Η τρίτη αλήθεια αφορά τη γενοκτονία που συντελέσθηκε εδώ. Ο Σουλτάνος κήρυξε ιερό πόλεμο, τζιχάντ, και ο Εμπού Λουμπούτ, που έφθασε στα τέλη Μαρτίου, διατάχθηκε να καταλάβει την πόλη, να εξανδραποδίσει τους Ναουσαίους, να αρπάξει και να μοιράσει τις περιουσίες τους. Ο Σουλτάνος χρειαζόταν μία μεγάλη νίκη για να εξισορροπήσει τις ήττες στη νότια Ελλάδα και να πείσει τους Ευρωπαίους ότι ήλεγχε την κατάσταση.
Όταν στις 18 Απριλίου οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να εισβάλουν στην πόλη, άρχισαν οι σφαγές, οι βιασμοί και οι καταστροφές. Ο Εμπού Λουμπούτ, αφού επέτρεψε στους στρατιώτες του και στον όχλο να λεηλατήσουν για πέντε μέρες, εισήλθε στην κατεστραμμένη Νάουσα στις 24 Απριλίου. Είχαν συλλάβει περί τις 2.000 κατοίκους, από τους οποίους εκτιμάται πως 1.241 εκτελέσθηκαν στο Κιόσκι.
Οι υπόλοιποι και τα γυναικόπαιδα πήραν το δρόμο για το σκλαβοπάζαρο της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με πηγή της εποχής, οι νέες γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια πωλούνταν από 6 ως 8.000 γρόσια, με αποτέλεσμα να γεμίσουν οι γυναικωνίτες σε όλη τη Μακεδονία.
Η τέταρτη αλήθεια, που συχνά δεν τονίζεται, είναι η θυσία των γυναικών – συζύγων, μανάδων και κοριτσιών – στο καθαγιασμένο με την αυταπάρνησή τους τούτο σημείο. Πρόκειται για δεκατρείς γυναίκες, που η Ιστορία δεν κατόρθωσε να ονοματίσει.
Αν το σκεφτούμε καλά, είναι κυρίως εξ αιτίας αυτών των γυναικών που βρισκόμαστε εδώ σήμερα. Και στις γυναίκες θα εστιάσω στη συνέχεια.
Η θυσία τους – η αλήθεια αλλά και ο συνακόλουθος μύθος – έχουν πολλαπλές ερμηνείες.
Είναι πρώτη η ερμηνεία της απελευθέρωσης, που προσεγγίζει τη θυσία ως την υπέρτατη έκφραση του αγώνα για την ελευθερία. Έζησαν τις λίγες μέρες ελεύθερης ζωής και μετά επέλεξαν τον θάνατο.
Είναι η Χριστιανική ερμηνεία, που ορθώς, Σεβασμιότατε, ταυτίζεται με την άρνηση των συγκεκριμένων γυναικών, αλλά και των 1.241 που ως μάρτυρες τιμά η Εκκλησία μας, να εξισλαμισθούν βιαίως.
Υπάρχει ωστόσο και εκείνη που σχετίζεται με την Τιμή, την Τιμή ΤΟΥΣ, που είναι πολύ πιο περιεκτική, που περιλαμβάνει την τιμή του ελεύθερου ανθρώπου, την τιμή μίας πιστής, αλλά και την τιμή ως συζύγου, μητέρας, γυναίκας, κόρης, να έχει την ελευθερία της επιλογής στη ζωή της, στην οικογένειά της, στο ίδιο της το σώμα.
Οι τρεις αυτές ερμηνείες, και ιδιαίτερα η τελευταία, δίνουν και τα μηνύματα για το παρόν και το μέλλον. Η ελευθερία δεν χαρίζεται, αλλά κατακτιέται. Η πίστη για το μεταφυσικό είναι ελεύθερη και αποκλειστικά ατομική. Και η αυτοδιάθεση εν γένει της προσωπικότητας, των επιλογών ζωής και διάθεσης του σώματος, είναι τελικά η μείζων ελευθερία, η οποία παραβιάζεται συστηματικά ακόμη και σήμερα.
Η βία κατά των γυναικών και του φύλου τους ως εργαλείο πολέμου είναι γνωστή από την αρχαιότητα, με τον Ευριπίδη να την αναδεικνύει πρώτος στις Τρωάδες. Σε αυτήν τη βία αντέδρασαν με τη θυσία τους οι Σουλιώτισσες, οι Ναουσαίες, οι γυναίκες του Ολύμπου το 1878.
Από την βία αυτήν υποφέρουν και σήμερα γυναίκες σε πολλά σημεία του πλανήτη.
Από τη Βοσνία ως τη Ρουάντα και από τη Λιβύη ως τη Σιέρα Λεόνε και το Κονγκό, η βία κατά των γυναικών χρησιμοποιήθηκε εσκεμμένα ως όπλο που σημάδεψε τους αντιπάλους και ολόκληρες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες.
Σήμερα, ο «ιερός πόλεμος κατά των απίστων», το «τζιχάντ», και η βία κατά των γυναικών, όπως στη Νάουσα, επαναλαμβάνεται στη Συρία, στο Ιράκ, στην Αφρική.
Είναι αυτή η γενετήσια βία στις ένοπλες συγκρούσεις που καταδικάζεται από τον ΟΗΕ και άλλα διεθνή fora ως «μία από τις πιο σοβαρές μορφές παραβίασης ή καταπάτησης του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου».
Την κατάσταση αυτήν επισημάνατε και εσείς κε Πρόεδρε με τρεις παρεμβάσεις σας. Με την πρόσφατη αναφορά σας στις Γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Με την πλήρη συμβολισμών υποδοχή στο Προεδρικό Μέγαρο της νεαρής Γιεζίντι, αλλά και την καταγγελία της νέας γενοκτονίας που συντελείται από το Daesh στη Μέση Ανατολή.
Σήμερα, κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι των αρχών, είναι και η γιορτή της μητέρας. Η μητέρα διαχρονικά στην ιστορία μας πρόσφερε ανιδιοτελώς, αγγίζοντας συχνά τα όρια της αυτοθυσίας.
Ακριβώς, πέρα από τον αγώνα για την ελευθερία, πέρα από την λαμπρότητα της Νάουσας και το αγωνιστικό φρόνημα των πολιτών της, πέρα από την προσήλωση των πιστών της, αυτήν την αυτοθυσία γιορτάζουμε σήμερα. Μία αυτοθυσία που πρέπει να μας οδηγήσει σε μία αλλαγή μέσα μας ως προς την απόλαυση πραγματικά ίσων δικαιωμάτων των μητέρων, συζύγων και θυγατέρων μας, γεγονός που θα συνιστά δείκτη δημοκρατίας και κοινωνικού πολιτισμού.
Θεωρώ, κε Πρόεδρε, δανειζόμενος πάλι και επιστρέφοντας από εκεί που άρχισα, τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη, ότι
«εκπλήρωσα με τον λόγο μου το από τον νόμο καθήκον μου, εκθέτοντας προς τιμήν των πεσόντων τα πρόσφορα», οι οποίοι άλλωστε τιμώνται με έργα, και με την παρούσα δημόσια τελετή, και με την αναγνώριση της Νάουσας ως Ηρωικής Πόλης. Και τούτο διότι η Πολιτεία μας «όρισε ως βραβείο για τέτοιους αγώνες ένα στεφάνι» – σαν και αυτό που θα καταθέσετε σε λίγο – «ωφέλιμο τόσο για τους πεσόντες όσο και για τους ζώντες. Γιατί, όπου μέγιστα ορίζονται βραβεία αρετής, εκεί ζουν και άριστοι πολίτες».
Και τώρα, αφού καθένας από εμάς, με περισυλλογή και συγκίνηση, τίμησε την πόλη, τους ήρωες, άνδρες και γυναίκες, σας καλώ να διατηρήσουμε αιωνία την Μνήμη τους.
Αλλά, όπως είπατε κε Πρόεδρε στο Μεσολόγγι, την άλλη Ηρωϊκή Πόλη, «για να είναι αιωνία η Μνήμη τους, πρέπει το παράδειγμά τους να μας καθοδηγεί. Να μας καθοδηγεί πάντοτε και δεν πρέπει να εφησυχάζουμε ποτέ. Γιατί ο αγώνας για τη Δημοκρατία και την Ελευθερία εξ ορισμού και εκ φύσεως είναι διαρκής».
Ζήτω η Ηρωϊκή Πόλη Νάουσα!
Ζήτω ο Λαός και Ζήτω το Έθνος!